στριγκιός

στριγκιός
-ιά, -ιό οξύς: Στριγκιά φωνή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στριγκιός — ιά, ιό, Ν βλ. στριγγός …   Dictionary of Greek

  • στριγγός — και στριγκιός, ιά, ιό και στριγκός, ή, ό, Ν (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στριγγίζω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”